- τρίχρονος
- -η, -ο / τρίχρονος, -ον, ΝΑ1. αυτός που έχει τρεις χρόνους2. μουσ. αυτός που αποτελείται από τριών ειδών χρόνο ή ρυθμό3. (στην αρχ. μετρ.) αυτός που αποτελείται από τρεις βραχείες συλλαβές ή από μία βραχεία και μία μακρά, ο τρίσημοςνεοελλ.1. αυτός που έχει ηλικία τριών χρόνων («τρίχρονο κορίτσι»)2. αυτός που έχει διάρκεια τριών χρόνων («τρίχρονες σπουδές»)3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τρίχροναη τρίτη επέτειοςαρχ.1. (για νόσο) αυτός που εκδηλώνεται σε τρία στάδια2. γραμμ. αυτός που διατυπώνεται σε τρεις χρόνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + χρόνος (πρβλ. δί-χρονος)].
Dictionary of Greek. 2013.